usurper$89189$ - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

usurper$89189$ - translation to γερμανικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Usurper!

usurper      
n. Thronräuber

Ορισμός

usurp
[j?'z?:p, j?'s?:p]
¦ verb
1. take (a position of power) illegally or by force.
supplant (someone in power).
2. (usurp on/upon) archaic infringe on.
Derivatives
usurpation ?ju:z?'pe??(?)n, ?ju:s- noun
usurper noun
Origin
ME: from OFr. usurper, from L. usurpare 'seize for use'.

Βικιπαίδεια

Usurper (disambiguation)

A usurper is a person who makes an illegitimate or controversial claim to power.

Usurp, usurper, or usurpation may also refer to: